καταπίπτει

καταπίπτει
καταπί̱πτει , καταπίπτω
fall
pres ind mp 2nd sg
καταπί̱πτει , καταπίπτω
fall
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευκατάπτωτος — εὐκατάπτωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταπίπτει, που καταρρέει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκατάπτωτον το να καταπίπτει κάτι εύκολα («δεῑξαι αὐτῶν τὸ εὐκατάπτωτον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτωτος (< κατα πίπτω), πρβλ. α κατά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”